κηδέστρια

κηδέστρια
κηδέστρια
female attendant
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κηδέστρια — κηδέστρια, ἡ (Α) [κηδεστής] 1. αυτή που φροντίζει το σπίτι, οικονόμος 2. αυτή που φυλάει κάποιον, φύλακας 3. η πεθερά …   Dictionary of Greek

  • κηδεστρίας — κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem acc pl κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”